- ἀπέκλειε
- ἀποκλείωshut off fromimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μενουέτο — (menuet). Παλιός γαλλικός χορός σε ρυθμό 3/4, που προέρχεται από το Πουατού και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ (17oς αι.). Στο έργο του Λεξικό της μουσικής (Dictionnaire de musique), ο συνθέτης και βιογράφος… … Dictionary of Greek
μενσεβικισμός — ο η θεωρία και η πολιτική τής ομάδας που αποτέλεσε το 1903 τη μειοψηφία στο Β Συνέδριο τού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος τής Ρωσίας, κατά την εκλογή τών ηγετικών οργάνων τού κόμματος, και η οποία δεν απέκλειε τη συνεργασία και την κοινή… … Dictionary of Greek
μπογιατζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Μιχαήλ. Ήταν πλοίαρχος και καταγόταν από το χωριό Τουρλωτή. Μαζί με τους πέντε γιους του, πριν το 1821, έκανε επιδρομές στο Αιγαίο και κυρίως στις κρητικές θάλασσες, με το ιδιόκτητο πλοίο… … Dictionary of Greek